|
ο, η фальсификатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фальсификатор? — πλαστογράφος как с (ново)греческого переводится слово πλαστογράφος? — фальсификатор — αλληλοδεσμεύομαι — αβαντσαίρνω — νεύρο — άβαλτος — εκποιήσιμος — αρμόνικα — κατοικίζω — πρακτικό — ηχηρότητα — αφάλι — συνέπαθον — κουκκιστός — γαϊτανού — φτωχοδέρνω — φαμελιακός — κατάλληλα — διμήνι — αρχιδουκικός — τσίμπημα — ασώπαστος — μεσοχείμωνο |
|||