|
геол. третичный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово третичный? — τριτογενής как с (ново)греческого переводится слово τριτογενής? — третичный — κρεατί — ερημόσπιτο — ξενυχτώ — πρωτόκλιτος — ανταμώνομαι — εξερεθισμός — αριστοκρατία — ουλώδης — οδόφραγμα — τυποκλεψία — ασκομαχώ — καλοχτίζω — χαρτογράφηση — επιτροπία — κατάρτιση — υδρόμελι — αιμορροώ — ηπατεκτομή — φιλόδοξος — όρος — χιονόπτωση |
|||