Новогреческий словарь
απόχη
απόχη
η
сачок
;
===
τόν έπιασα στήν ~ — а) [phrase]я его поймал с поличным;[/phrase] б) [phrase]я его поставил в неловкое положение[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сачок
? —
απόχη
как с
(ново)греческого
переводится слово
απόχη
? — сачок
#
(ново)греческий словарь
—
θρουβαλίζω
—
αρχιστράτηγος
—
γρήγορος
—
αμπαρώνω
—
πυροτεχνουργός
—
μεθερμηνευόμενος
—
αζωογόνητος
—
αναπλενστηριασμός
—
μικροσεισμοί
—
χλοΐζω
—
διασταυρούμενός
—
βενζινόκολλα
—
ευκινησία
—
τούρλα
—
ισομορφισμός
—
αβοσκος
—
ποταμοπλοΐα
—
πολυμέριμνος
—
αραβοσιτόφυλλο
—
πάντρεμα
—
κυανίτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве