Новогреческий словарь
εξωμήτριος
εξωμήτρι|ος
мед.
внематочный
;
~ κύησις — внематочная беременность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
внематочный
? —
εξωμήτριος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξωμήτριος
? — внематочный
#
(ново)греческий словарь
—
αναδεικνύω
—
ξαπλώστηρα
—
παρεντίθεμαι
—
καθικετεύω
—
κοτζαμπάσης
—
ψεγάδιασμα
—
αποστρέφομαι
—
κωλάδικο
—
χερσώνω
—
αμοιβάδωση
—
απαιτητικότητα
—
τριμηνία
—
ετυμολογημένος
—
διαβόλισσα
—
μαϊμουδίστικα
—
άύτοπλαστική
—
ανύδρευτος
—
όθε
—
αμουσία
—
εσχατόγηρος
—
φασματοσκόπιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве