Новогреческий словарь
αγκίστρι
αγκίστρι
το (рыболовный)
крючок; удочка
;
πιάνομαι στ' ~ — прям., перен. попадаться на удочку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крючок
? —
αγκίστρι
как на
(ново)греческом
будет слово
удочка
? —
αγκίστρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγκίστρι
? — крючок, удочка
#
(ново)греческий словарь
—
φωτεινότητα
—
θαύμα
—
αόμματος
—
λιόχεντρα
—
γραφικότητα
—
αψινθέα
—
απροειδοποίητος
—
ολάκερος
—
Ελβετία
—
διαφιλονείκηση
—
ηνδρώθην
—
προοιμιακός
—
χαβιάρι
—
ηλεκτροκινητήρας
—
βάγια
—
συμφόρεση
—
ανατοκισμός
—
αδιαπαιδαγώγητος
—
δίστιγμα
—
λιγοθύμισμα
—
πλύστρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве