Новогреческий словарь
ζυγοδάκτυλος
ζυγοδάκτυλ|ος
имеющий двупалую или четырёхпалую лапу
(о птицах)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
имеющий двупалую или четырёхпалую лапу
? —
ζυγοδάκτυλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζυγοδάκτυλος
? — имеющий двупалую или четырёхпалую лапу
#
(ново)греческий словарь
—
αδιατρύπητος
—
μεσήλικας
—
ταλμουδιστής
—
γριπαρόλι
—
άζωστος
—
αξόνι
—
ντοκουμέντο
—
ανεμούρι
—
προπονητής
—
αποτραχύνω
—
ωσμωτικός
—
σπαρτικός
—
κουλουράκι
—
βουτυράκι
—
προφύτευμα
—
επιχρυσώνω
—
υδροχρωματίζω
—
μελισσούλα
—
αναβαπτιζόμενος
—
φίς
—
εκορέσθην
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,