Новогреческий словарь
πάρθιος
πάρθι|ος
:
πάρθιον βέλος τό — а) коварное, внезапное нападение; б) язвительный намёк, колкость, шпилька
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πάρθιος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
νουνά
—
συγγενικά
—
εργένικος
—
κτίση
—
χειροφίλημα
—
σφίχτης
—
Βούλγαρος
—
διακεκαυμένος
—
φαταλιστής
—
ανοδικά
—
μανίζω
—
οχύρωμα
—
εκτικός
—
αποστάθμιση
—
αιτιότητα
—
υπόμνηση
—
μεσονύκτιον
—
βυζάστρια
—
ασπροφρύδα
—
ψηλοκρατιέμαι
—
φουστανέλλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве