|
το долька (цитрусовых; чеснока) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово долька? — σκελίδι как с (ново)греческого переводится слово σκελίδι? — долька — σκουλαμέντο — μοναρχικώς — διάλυμα — ταχυδακτυλουργός — ακριβοζυγιασμένος — λιμενεργάτης — αντισημιτικός — καλοθυμάμαι — φούρνος — στρέφω — γλειμμένος — ακριβούτσικος — δυναμιτιστής — ηχηρότητα — ψέγω — μεσοσκέλιο — ψαθοποιείο — ειδήμονας — κατσίκι — καφεΐνη — απογευματάκι |
|||