|
албанизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово албанизировать? — εξαλβανίζω как с (ново)греческого переводится слово εξαλβανίζω? — албанизировать — οστέωμα — αψίνθιον — σφαλνάω — ανισομερώς — αποσχίζομαι — περίοικος — γαλακτομέτρία — δημητριακά — οικείος — πλουτώνειος — φρύξη — αλατότοπος — κατοπινάρικο — επικυρωτικός — προβατάρης — νεόλεκτος — μαργώδης — λαθρόβιος — καταρράκτης — μπατακτσής — οικοδίαντος |
|||