|
η толстое шерстяное одеяло (домотканое) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толстое шерстяное одеяло? — βελέντζα как с (ново)греческого переводится слово βελέντζα? — толстое шерстяное одеяло — εκτιμητικο — αρχιψεύταρος — πρωτεργάτισσα — εκσπερματώ — δαντελλού — αποκαλώ — εξωστήρας — εξώπλασμα — κρατητήριο — γραμμοφωνητζής — λαδερά — δανικά — χαριτωμένος — εφηβικός — υαλίτης — κεφάτος — αποκρυστάλλωμα — νεόκτιστος — μύρρα — στρουθοκαμηλίζω — λουμινάκι |
|||