|
το случайность (тж. филос); κατά ~ — случайно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово случайность? — σύμβαμα как с (ново)греческого переводится слово σύμβαμα? — случайность — πατίνια — χολοσκάνω — ξεπαρθένεμα — προπέρυσι — γαλούχηση — επιστήθιο — αντιπολιτευτικός — παιδαρέλλι — αναγερτός — ρετούς — ξυλουργώ — αθειάφωτος — μειονεκτικότητα — φουστανάκι — χαϊβάνι — ενθύμηση — χαμάλικος — ανεξιθρησκεία — επίχριση — παιχνιδάκι — μαζικός |
|||