Новогреческий словарь
λιβανωτόν
λιβανωτόν
το
ладан
;
===
καίω ~ εις κάποιον — курить фимиам (__кому-л.__)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ладан
? —
λιβανωτόν
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιβανωτόν
? — ладан
#
(ново)греческий словарь
—
καρπεύω
—
δανειοδοτώ
—
αναστάς
—
συμπληρώνω
—
κηρύσσω
—
επιφυλλιδογράφος
—
τσιότρα
—
προειδοποιημένος
—
ξεδιψάω
—
μπότσος
—
κοχλιώνω
—
πλαστήρα
—
γυναικοφοβία
—
κηπουρός
—
χαλάστρα
—
διαρρίπισμα
—
ανόφθαλμος
—
ωτορινολαρυγγολόγος
—
σπόρτσμαν
—
χείλος
—
συλλογιέμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве