|
лог. взаимосвязанный (о понятиях, суждениях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взаимосвязанный? — συνάλληλος как с (ново)греческого переводится слово συνάλληλος? — взаимосвязанный — αγναντιάζω — τουρκιά — άπατρις — μεταξουργείο — όν — πλιθάρι — ενδοσκόπηση — αλάξευτος — προϊδέαση — παρασταίνω — χαραματιά — επιπρόσθετος — αναταράζω — πετρελαϊκός — επιτίμια — κοινολογώ — πολυωνυμικός — αντιποιούμαι — αποκρυφιολογία — ζυγίζομαι — βαθυμετρικός |
|||