|
το пластырь; τού ήρθε ~ — [phrase]это для него неожиданный успех[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пластырь? — μπλάστρι как с (ново)греческого переводится слово μπλάστρι? — пластырь — επαναληπτικός — κοινοβουλευηκός — κοπαδιάρικος — μαντινάδα — ωτοπλασία — γλυκοχάραγμα — σπάραγμα — πασιέντσα — εργόχειρο — ροδανίζω — φλεβορραγία — ποδοκίνητος — ανοχή — ανθρακείο — αποστασία — ορυκτολογία — χημείο — λεμφοκυτογόνος — χνοώδης — ξώπορτα — κήρυγμα |
|||