|
мор. кормовой (о якоре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кормовой? — υπόπρυμνος как с (ново)греческого переводится слово υπόπρυμνος? — кормовой — αβλεψία — βρωμόγλωσσα — υπεργλυχαιμία — προσχωτικός — ακροσύρτης — δελτιώνω — γναφευτική — γερόλυκος — αυτοτιμωρία — μεταγραφή — ευμαρής — τεσσαρακοντούτης — ρυτιδιασμένος — εμπνέω — ελλειψοειδής — ανάκουος — αμπελόκλημα — διαγκωνισμός — λεγένι — ραδιοτηλεφωνικός — συχωράω |
|||