|
ο сортировщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сортировщик? — διαλεχτής как с (ново)греческого переводится слово διαλεχτής? — сортировщик — αριθμητήριο — παλαιογενής — σλαυισμός — δύστροπος — αλλοπρόσαλλος — εφυγραίνω — παραφέντης — αμφίθυρος — κοσμηματοπονός — γυρώτρια — επινομία — ξανακύλισμα — τιθέμενος — ἐξεχασμένος — διάπηξη — βουητός — χορδιστής — Κλαζομένιος — εκτελεστής — βάβω — ξυπάζομαι |
|||