ξεροκοκκίνισμα

формы словаβ
ξεροκοκκίνισμα
το покраснение (от смущения, стыда);

===
          τό ~ η προσωπίδα του δέν τό ξέρει — [phrase]этот человек стыда не знает[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово покраснение? — ξεροκοκκίνισμα
как с (ново)греческого переводится слово ξεροκοκκίνισμα? — покраснение


δεδομένοαδημιούργητοςστερεοστατικήπροθεματικόςασφαλτώνωπαράδαρμανηματουργόςεξυψωτικόςηωσινοφιλίανικέλωσηξεβαμμένοςμιξοπάρθενοςφεγγαρογεμισιάασταφίδωτοςβραχνόφωνοςεμβάζωπαραλογώοδηγόςεπιτίθημικλιμακτήριοςαιμοδυναμικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit