|
το покраснение (от смущения, стыда); === τό ~ η προσωπίδα του δέν τό ξέρει — [phrase]этот человек стыда не знает[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покраснение? — ξεροκοκκίνισμα как с (ново)греческого переводится слово ξεροκοκκίνισμα? — покраснение — δεδομένο — αδημιούργητος — στερεοστατική — προθεματικός — ασφαλτώνω — παράδαρμα — νηματουργός — εξυψωτικός — ηωσινοφιλία — νικέλωση — ξεβαμμένος — μιξοπάρθενος — φεγγαρογεμισιά — ασταφίδωτος — βραχνόφωνος — εμβάζω — παραλογώ — οδηγός — επιτίθημι — κλιμακτήριος — αιμοδυναμικός |
|||