|
η силуэт; χάνω τή ~ μου — потерять фигуру #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово силуэт? — σιλουέτα как с (ново)греческого переводится слово σιλουέτα? — силуэт — οδηγισμός — μπατιρώ — αριθμός — οικοδίαντος — διάβολος — ανηλικότητα — ογκομετρία — κατονομασία — κολλώδιο — νηματόσταυρος — παράσειο — ξεσκουντώ — μπούλμπερη — αξεφούρνιστος — σπήλιο — δεκαπεντάκις — απρόφερτος — θεώρηση — ομόχρωμος — κρυσταλλογραφικός — αβράμηλο |
|||