|
αόρ. от ίσταμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εστήθην? — — χιάζω — πολυσαρκία — απλουστεύω — γοντζές — αχρύσωτος — σουρεαλισμός — επικοινωνώ — ναυτόπουλο — καταχώρηση — παρατηρούμαι — γουροονοειδής — εξαγωγέας — ξεκληρίζομαι — εύτηκτον — πριονίδια — πατρωνάρω — χαλινώνω — κοσμοσυρροή — εναρβρώνω — βάριο — φασολάκια |
|||