|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πρυμνιός? — — κουκκί — ξεπάστρεμμα — μονομεταλλισμός — αδιαίρετος — γλυκαντέρης — αναρμόδιο — θρησκειολογία — σιντέφι — παγάνα — διαιρούμαι — αναμόχλευμα — εποίκιση — γυαλώνω — ψύλλισμα — μουστάκι — αντίσκομμα — σοβατεπί — ζαβολιά — ημίμετρα — μακροκαταληκτώ — δρομομέτρηση |
|||