|
η колчан #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колчан? — βελοθήκη как с (ново)греческого переводится слово βελοθήκη? — колчан — γεύση — λήξας — Πολύδωρας — αντιοξυγόνος — φουχτίζω — βαθύνω — αορτήρας — εμπαιστός — απέραγος — τμηματικώς — παροχετευτικότητα — άριστον — παρανάλωμα — αυτόκλειστο — σιαλογόνος — καρτέλ — ρυπογόνος — αθήλαστος — αγριάνθρωπος — κατακερματισμένος — παραφορά |
|||