|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ετυμολόγος? — — ξοδεύτρα — δασάκι — μήλιος — μονιμοποίηση — ξεθάπτω — βίδρα — απογλείφω — εθνικιστικός — κλώστρα — πολύηχος — κρινολίνο — βριζαμιά — απάτωρ — εκλέπιση — αυτογένεσις — κοθορισμένος — ρακοκάζανο — αγράμπελη — δυτικός — κεράτσα — βρεφοδόχος |
|||