|
картографический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово картографический? — χαρτογραφικός как с (ново)греческого переводится слово χαρτογραφικός? — картографический — ανακλαδιστά — γραφογνώστης — σφιχτοκλειδώνω — άκρον — φίλυδρος — μέτρημα — ζυθοποιία — ατιμώρητος — ομοιοτέλευτος — τύλιγμα — φυσικά — φυτοτοξίνη — ανταξιώνω — Αλεξανδρούπολη — καυλί — αποστεγάζω — σαγάνι — καταχρεωμένος — λιθοκονία — σπινθηρισμός — αντσα |
|||