|
1. толстоносый; 2. (о) жаворонок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толстоносый? — χοντρομυτης как на (ново)греческом будет слово жаворонок? — χοντρομυτης как с (ново)греческого переводится слово χοντρομυτης? — толстоносый, жаворонок — διαμήκης — διαφέντευμα — δίχηλος — βενζόη — τσαλακώνω — καθιστός — αξιοποιούμαι — αμφίστροφος — σαραβαλιάζω — βίαια — μυαλουδάκι — εξεζητημένα — συμπόσιο — απεριοδικός — συμβαδίζω — χορομανής — συνόρισμα — λιγοστός — αναδώνω — ξανάστροφη — υγειονομείο |
|||