Новогреческий словарь
δεδικασμένο
δεδικασμένο
το юр.
окончательный приговор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
окончательный приговор
? —
δεδικασμένο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεδικασμένο
? — окончательный приговор
#
(ново)греческий словарь
—
προεκλέγω
—
ιταλικός
—
λασπώνω
—
απροθυμία
—
γρασιδωτός
—
θλάση
—
μοσχολίβανο
—
ανάγυρα
—
ατσιγαρία
—
προστήθιος
—
εναντιοδρομώ
—
ετερομορφικός
—
πλεονασμός
—
κρεμνίζω
—
πεισμάτωμα
—
ακατούρητος
—
απορροφήσιμος
—
εκρήγνυμαι
—
αναμετριέμαι
—
πορτοκαλλεώνας
—
αναθιβάλλω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве