Новогреческий словарь
αρχειονομία
αρχειονομία
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρχειονομία
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απόσταγμα
—
αντικοινοβουλευτικός
—
προσωρινός
—
συνέπαθον
—
λεβητοστάσιο
—
κοινοποιούμαι
—
κουβαράκι
—
γονεϊκός
—
ευθύρραμφος
—
όστρακο
—
πρόβατο
—
προϋποθέτω
—
βοερός
—
κάκια
—
κόκ
—
ξέρασα
—
γυναικοκρατία
—
πιστρώνω
—
κουτσονούρης
—
βοτάνισμα
—
ιριδιούχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве