|
το 1) горло, гортань; στέγνωσε (или ξεράθηκε) τό ~ύγγι μου — [phrase]в горле пересохло[/phrase]; 2) пищевод; === βγάζω τό ~ύγγι μου — сорвать горло; βρέχω τό ~ύγγι — промочить горло; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горло? — λαρύγγι как на (ново)греческом будет слово гортань? — λαρύγγι как на (ново)греческом будет слово пищевод? — λαρύγγι как с (ново)греческого переводится слово λαρύγγι? — горло, гортань, пищевод — επιμελητήριο — ενδυναμωτικός — παράκυκλος — χουβορνταλίκι — υπόλοιπος — εισηγητής — ομομήτριος — πονοκέφαλος — σύκινος — διελκυστίνδα — τυραννίσκος — τσιπουρομεζές — εφιδρώνω — ομμάτιον — περιπατητικός — αλαφρονούσης — σπίτωμα — κανονάρχος — ψαλιδωτός — καρούλα — σκουπίδι |
|||