Новогреческий словарь




λαρύγγι

λαρύγγι
το 1) горло, гортань;
          στέγνωσε (или ξεράθηκε) τό ~ύγγι μου — [phrase]в горле пересохло[/phrase];
2) пищевод;

===
          βγάζω τό ~ύγγι μου — сорвать горло;
          βρέχω τό ~ύγγι — промочить горло;


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово горло? — λαρύγγι
как на (ново)греческом будет слово гортань? — λαρύγγι
как на (ново)греческом будет слово пищевод? — λαρύγγι
как с (ново)греческого переводится слово λαρύγγι? — горло, гортань, пищевод


#(ново)греческий словарьευθυβολίασυστοιχίααρωγόςακρυστάλλωτοςρετσινόκολλααποστείρωσηστεγανόςθαρραλέοςπεριαιρετόςεπικουρίαμηλοπέπονομεριάλοξοδρόμησηαεριστήραςτσακίζωτρεμουλιαχτόςδεσμώτηριονανεφάρμοστοςσχολνώπορνοταινίααστιγματικός


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω