αυτόπτης

формы словаβ
αυτόπτης
ο очевидец;
          αυτόπτης μάρτυρας — свидетель-очевидец



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово очевидец? — αυτόπτης
как с (ново)греческого переводится слово αυτόπτης? — очевидец


ανεύρεσηαποτελειωμένοςκαλλιμάρμαροςδημοτελήςξαναγεννιούμαικαβουρόψυχααρχειακόςδιπλοβαρήςπρωϊμιέςαμυλοποιείοτσίφναλαθράκιασμαρέστραβοτιμονιάζωπολυμέλειαλαθροθηρώτουρκοτέκοδαιμονολάτρισσαθριαμβευτικάυπερκρέμαμαιλαθρέμπορας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit