|
ο очевидец; αυτόπτης μάρτυρας — свидетель-очевидец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очевидец? — αυτόπτης как с (ново)греческого переводится слово αυτόπτης? — очевидец — ανεύρεση — αποτελειωμένος — καλλιμάρμαρος — δημοτελής — ξαναγεννιούμαι — καβουρόψυχα — αρχειακός — διπλοβαρής — πρωϊμιές — αμυλοποιείο — τσίφνα — λαθράκιασμα — ρέ — στραβοτιμονιάζω — πολυμέλεια — λαθροθηρώ — τουρκοτέκο — δαιμονολάτρισσα — θριαμβευτικά — υπερκρέμαμαι — λαθρέμπορας |
|||