|
не пугающийся, бесстрашный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не пугающийся? — αξάφνιαστος как на (ново)греческом будет слово бесстрашный? — αξάφνιαστος как с (ново)греческого переводится слово αξάφνιαστος? — не пугающийся, бесстрашный — αργυροστόλιστος — εξετρίβην — ανοιγοσφαλνώ — φθισιώ — αποκάθαρμα — ελίττω — ιδιωτισμός — αρρωστικός — ξινότυρο — σεισμικότητα — αρμάθα — οξύχολος — αυτοκυβέρνητος — σπερμίνη — αγιαστήρα — αρά — συγκυρία — αχειραφέτητος — τεϊοποτείο — ρογιάζω — εκκείμενος |
|||