Новогреческий словарь
κλείθρο
κλείθρο
το
замок, запор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
замок
? —
κλείθρο
как на
(ново)греческом
будет слово
запор
? —
κλείθρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλείθρο
? — замок, запор
#
(ново)греческий словарь
—
ταυτολόγος
—
πατατόπιτα
—
λυκειακός
—
ξιφασκία
—
σαρκοφάγος
—
αποτέλεσμα
—
δυσεξιχνίαστος
—
επισφάλεια
—
πένθος
—
ασυνάχωτος
—
βραχιάζομαι
—
άκλητος
—
αμούστακος
—
εφταετία
—
κουβέρτα
—
κατοπινά
—
συγχωρητικός
—
μπατσονόμος
—
μουδιασμένα
—
απειράριθμος
—
εξέλεγχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве