Новогреческий словарь
αέριο
αέριο
το
газ
;
μεταβολισμός ~ίων — газообмен
;
δηλητηριώδη πολεμικά ~ια — воен. отравляющие газы
;
δακρυγόνα (άσφυξιογόνα) ~ια — слезоточивые (удушливые) газы
;
τό ορυκτόν ~ — рудничный газ
;
τά ~ια — газы (в киишечнике)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
газ
? —
αέριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αέριο
? — газ
#
(ново)греческий словарь
—
ψηλαφίζομαι
—
γιορτινός
—
προφυλακτικό
—
ανασασμός
—
μπαγαπόντικος
—
συναλλαγή
—
πιφ
—
δακρυρρόη
—
κατσαρόλι
—
πληγιάζω
—
πουκαμισάς
—
αυτοθέρμανση
—
εξεογενιστικός
—
Ουκρανία
—
οφθαλμαπάτη
—
ανωφερής
—
ξεσκόλισμα
—
μπεκρολόϊ
—
κονιδιάζω
—
αχυροτόμος
—
βραδιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве