Новогреческий словарь
διαμοιβή
διαμοιβή
η
обмен
;
~ επιστολών — обмен письмами
;
~ προϊόντων — обмен товарами
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обмен
? —
διαμοιβή
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαμοιβή
? — обмен
#
(ново)греческий словарь
—
αποχύνω
—
φραντζολίτσα
—
νυχτώνομαι
—
αλώνισμα
—
κοζάκος
—
καπηλεύομαι
—
ανακουφωτός
—
αταξίδευτος
—
ανυφανταριό
—
γύφτικος
—
ερωτιάρης
—
αλληλοσφαγή
—
οντολόγος
—
υπεσχημένος
—
βρυκόλακας
—
άμη
—
γεβεντισμένος
—
τορός
—
μπελάς
—
βουτρόφος
—
εξαγκυρίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,