|
надоедливый, нудный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово надоедливый? — βαρυντικός как на (ново)греческом будет слово нудный? — βαρυντικός как с (ново)греческого переводится слово βαρυντικός? — надоедливый, нудный — γλινερός — σύζευξη — βασίλεμα — μετατοπίζω — πλαγκτολογία — λαρυγγοπληξία — παραγγελία — πολυσχιδής — δέρνω — μικρολόγος — μαλλιοτραβιούμαι — φορτσάρισμα — ορθολογικά — κρεμάστρα — μειονεκτώ — Βιολέτα — βρεφοκομείο — ευκαριωτικά — δασολογίκή — πεισματικός — κυρτότητα |
|||