|
не имеющий дров #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий дров? — άξυλος как с (ново)греческого переводится слово άξυλος? — не имеющий дров — ασύμπιστος — πάθηση — εμπαιστός — ιερατικός — βιολιστής — διστάζω — ζουφώνω — πανανθρώπινος — αδιατύπωτος — οπλίζομαι — δισθενής — ασβεστοχρίω — αναξιοπαθής — νυκτοβάτης — δελεαστικός — έφεξα — νταντεύω — φορά — λιχνεύομαι — υλικοτεχνικός — ομιλούμενη |
|||