|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευλήπτως? — — ανιχνευτικός — κακοπούλι — υπέρτιτλος — αγάς — επιβάλλων — διανυκτερεύω — ξιέμαι — αμπάρωμα — ελαιουργείον — κάπελας — κουτσομπολεύω — βοστρυχηδόν — μυγοπαγίδα — Θεοφάνεια — οινοπνευματομέτρησις — σημειωτικός — τρίκυκλο — νοθεία — αιματορροώ — χιλιμίντρισμα — φραγκοκλησιά |
|||