|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σημαιάκι? — — πλέμπα — ευσυνειδησία — γαλακτοκόμος — γηραιός — σκαμνάκι — αξιοκατάκριτος — μαυροφορεμένος — αποστενεύω — σπιθοβόλημα — ναΐσκος — γραμμοτολόγος — μακρόπνους — πανόμοιος — γυναικάκιας — γλήνος — οπίσω — ενδοκράνιος — μανικιούρ — στυππίον — γενναιόδωρος — μαθητώ |
|||