|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ποδίτσα? — — ανακάλυψη — Βλάχικα — εγκολπίας — ερεβινθώδης — αναμηρυκώμαι — σκούφος — βεργόλιγνος — φάλαγγα — χρυσαλλίδα — ωοθυλάκιον — αράπης — διαβάτης — δρωπικιάρης — μαντατευτής — περιθάλπω — δαμαλίδα — πρόσω — ανεπίσχετος — σακχαροποίηση — κοκεταρία — σφυρώ |
|||