|
η Константинополь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово Константинополь? — Κωνσταντινούπολη как с (ново)греческого переводится слово Κωνσταντινούπολη? — Константинополь — αυλάκιον — στίλβών — καπνοφυτεία — ελπιδοφόρος — εκτροχιάζομαι — αντιφλεγμονώδης — υποταγή — κειμήλιο — ρεβεράντζα — τριχόρροια — συμπιλητής — ελαφροκέφαλος — γαρώνω — ζω — θεατρινισμός — καλάθα — μετανοώ — τσαπατσούλης — θριγκός — χαρίστρια — κοινωνικοποιώ |
|||