Новогреческий словарь
ταινιωτός
ταινιωτός
ленточный
;
~ωτός πρίων — ленточная пила
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ленточный
? —
ταινιωτός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταινιωτός
? — ленточный
#
(ново)греческий словарь
—
ψυχρηλασία
—
τερτίπι
—
ύσγινος
—
γέρων
—
επιτροπή
—
μαυροφορώ
—
εκτεθειμένος
—
αυτοβιογραικός
—
μαδάρα
—
έκτακτος
—
εύδρομο
—
συρταριέρα
—
κοροϊδεύομαι
—
ακόμιστος
—
εξόρυξη
—
φανοφόρος
—
ατάραχα
—
λαγχάνω
—
αμνήστευτος
—
συμφερόντως
—
ελαιογραφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,