|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κωκ? — — ολόγυμνος — αναδιφώ — κουμπωτός — ανιστόρητος — ασβεστοκονία — άρτημα — ξιφίδιο — καπνοδόχος — αντιδογματικός — σιαλώ — εμπερικλείω — εκσπερματίζω — αφθόνητος — αντιστέκομαι — δεμάτισμα — βρισιάρης — ακτινενεργός — αφοριστέος — δαχτυλάκι — ιερόσυλος — ευγλωττία |
|||