Новогреческий словарь
συγκαταλέγω
συγκαταλέγω
(αόρ. συγκατέλεξα, παθ. αόρ. συγκατελέγην)
причислять (κ чему-л.), относить к числу
(кого-чего-л.);
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
причислять
? —
συγκαταλέγω
как на
(ново)греческом
будет слово
относить к числу
? —
συγκαταλέγω
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκαταλέγω
? — причислять, относить к числу
#
(ново)греческий словарь
—
μοιρόγραφτος
—
μεγαλήγορος
—
φυματίαση
—
τριαντάρι
—
πολύμορφος
—
διεκπερσίοιση
—
βαμβακοσυλλεκτικός
—
υπεροσμία
—
κολλιάντζα
—
άριστος
—
ομόζυγος
—
φυσιογνώμων
—
καταστρέφω
—
γένεση
—
ομιλητικά
—
φρυάζω
—
αθλοθέτης
—
ελίσσομαι
—
χοντροχωριάτης
—
φούσκα
—
αψεύτιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве