|
το склон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово склон? — πρανές как с (ново)греческого переводится слово πρανές? — склон — αντιγνωμώ — χρεωλυτικώς — γύρωση — ωραιότατα — διανοησιαρχία — ελέχθη — αμυγμία — ξεσκοτίζομαι — αραβοσιτόφυλλο — αρτηριακός — σοφίζομαι — άφτρα — ομοούσιος — συναρμογή — αυτοδημιουργούμαι — ασχημάντρας — αποφολίδωση — αντενδείκνουμαι — ασκαθάρι — αξεπέραστος — τσιλημπουρδίζω |
|||