|
прям., перен. облизываться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово облизываться? — ξερογλείφομαι как с (ново)греческого переводится слово ξερογλείφομαι? — облизываться — ξεσκέπαστος — παράγραφος — προπεμπτήριο — αχώ — πελούζα — θείο — θαλερότητα — ξενύχτι — μεθοδικότητα — αγριλίδα — εναλλαγή — εξοφλτιτικό — αρσίζα — ταυράκι — ζωγραφιστός — αυθυπνωτίζομαι — ετερότητα — οδοιπορικό — αναγκαστικός — δυσκολοκίνητος — μυρτών |
|||