|
(γεν. γυπός) ο сип белоголовый (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сип белоголовый? — γύψ как с (ново)греческого переводится слово γύψ? — сип белоголовый — αλειάνιστος — παρανοϊκός — αρριβισμός — μείξις — καταλαγιάζω — ομοφωνώ — γλωσσοφάγωμα — παρρησία — ραψωδός — οξειδωτικός — δίκυκλος — δωδεκάωρος — μεταρσιώνω — μετακόμιση — εξαγωγικός — τιμοκατάλογος — επίφαση — αφιερώνω — αυστηρός — συναναστρέφομαι — επιδαψιλεύω |
|||