Новогреческий словарь
προάλλες
προάλλες
(οί) :
τίς ~ — на днях, недавно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
προάλλες
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανοσολογία
—
αναρχοαυτόνομος
—
ανατατικός
—
χιονομάζα
—
αρθρογραφικά
—
στασιάρχης
—
μυλαύλακο
—
συναιτιότης
—
θεότητα
—
διφορούμενος
—
κοντοστέκομαι
—
έδωνα
—
ειμαρμένη
—
λαψάνα
—
καλντερίμι
—
τριποδίζω
—
φύτεμα
—
φάρυγγας
—
δημαρχείο
—
αψίς
—
κρεβατοκάμαρη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве