|
η двухлеток, двухлетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухлеток? — διχρονίτισσα как на (ново)греческом будет слово двухлетка? — διχρονίτισσα как с (ново)греческого переводится слово διχρονίτισσα? — двухлеток, двухлетка — καμάκισμα — μεταπουλάω — πρόσοψη — ειδοποίηση — αδίχαστος — ξελίγωμα — λιμάρικος — ανεπιτήδειος — αρρήμαχτος — γύρεψη — Μεγαλόπολη — επιβάλλομαι — προσαύξημα — κεφαλομάντηλο — ρέπω — βοϊδήσιος — καριόλα — ξηροδερμία — δαιμονιώ — ενέδρα — σαντακρούτα |
|||