Новогреческий словарь
αποκουρά
αποκουρά
η 1)
пострижение
(в монахи);
2)
пень
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пострижение
? —
αποκουρά
как на
(ново)греческом
будет слово
пень
? —
αποκουρά
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκουρά
? — пострижение, пень
#
(ново)греческий словарь
—
σεπτεμβριάτικος
—
ανθελληνισμός
—
εμπειρισμός
—
νιοφερμένος
—
εκλεκτικίστρια
—
προφορά
—
αποκτηνωμένος
—
βιολετί
—
γλείφω
—
σκληροκάρδιος
—
πρωτόστροφος
—
πολιτιστικός
—
αδιατρύπητος
—
κατάσαρκα
—
πολυξοδίαστής
—
κομψός
—
αξέζωστος
—
εμπορευματολογία
—
παγωνιέρα
—
έξυπνος
—
φασματόμετρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве