|
η кран (водопроводный и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кран? — κάνουλα как с (ново)греческого переводится слово κάνουλα? — кран — ευεπιφόρως — μαλλούσα — κώδιξ — άμορφος — διαπυούμαι — τηλεφωνία — αναλυτός — πίκα — αργορόλευκος — ροκέ — γαιανθρακορύκτης — ατρύγιστος — μετατίθημι — τζίφος — στοχαζούμενος — χειλίτιδα — παρακελευσματικός — δασολογία — Μαγιάπριλο — κάρτο — μοναχοπαίδι |
|||