|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναρρώνω? — — όξινος — ειρηνευτής — αποστεγνώνω — τζένερο — σκουπιδιάρης — στάλθηκα — εκρέω — αφεντομουτσουνάρα — πληρωνόμενος — αναπαλλοτρίωτος — αλωνιάτικα — ουρά — δυσανάγνωστος — μετατοπισμένος — αντισταθμισμός — σαπρογόνος — εννεάμηνος — ασύστολα — καρβύνιο — χεροδύναμος — δικτυοειδής |
|||