|
η Швейцария #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово Швейцария? — Ελβετία как с (ново)греческого переводится слово Ελβετία? — Швейцария — διενεργών — ευθηναίνω — τσιμπιδάκι — ατιμωρητί — γυναίκήσιος — απευκταίος — ελάφρυνση — μηλωτή — τριγμός — μικροφιλοδοξία — ωμορφονιός — ακρόρριζο — πλουσιόπαιδο — σαστισμάρα — ακαταδίκαστος — δίκορος — πανικόβλητος — καβαλιέρος — αναβιώ — ολιγοπιστώ — ώσμωση |
|||